- άπλωτος
- -η, -ο (Α ἄπλωτός, -ον)αυτός που δεν είναι πλωτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄπλωτος — not navigated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απλωτός — ή, ό 1. απλωμένος, εκτεταμένος 2. (για άνθρωπο) ξαπλωμένος … Dictionary of Greek
απλωτός — ή, ό επίρρ. ά επίπεδος, ομαλός, ρηχός: Βρήκαν ένα απλωτό μέρος κατάλληλο να καθίσουν, αλλά και να παίξουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄπλωτον — ἄπλωτος not navigated masc/fem acc sg ἄπλωτος not navigated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλώτοις — ἄπλωτος not navigated masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλώτοισι — ἄπλωτος not navigated masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλώτου — ἄπλωτος not navigated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλώτους — ἄπλωτος not navigated masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλώτων — ἄπλωτος not navigated masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλώτῳ — ἄπλωτος not navigated masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)